νεοφυτικός

νεοφυτικός
η , ό[ν] археол, кайнозойский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "νεοφυτικός" в других словарях:

  • νεοφυτικός — ή, ό γεωλ. παλαιός όρος για το καινοζωικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neophytic (< νε[ο] * + φυτικός)] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»